Και έτσι προσπαθείς να αλαφρύνεις την σύγχυση σου στην παρέα σου, αύριο δεν γνωρίζεις αν θα τους έχεις, αν θα σε ανέχονται ή αν θα σε μισούνε, λες δυο-τρείς λέξεις έτσι για να τις πεις, να σπάσεις την μαύρη παγωμάρα που ψύχει την καρδιά σου, δεν βγάζεις άκρη, κανείς δεν σε καταλαβαίνει αλλά σάμπως καταλαβαίνεις και εσύ κανέναν; Παρέα είναι το μεσοδιάστημα που ακολουθεί μέχρι να γνωρίσεις καινούργιους ανθρώπους, θα μπουν και αυτοί μες την ζωή και στο σπίτι σου, θα δώσουν ένα παροδικό νόημα και σκοπό, μια όαση χαράς και ευχαρίστησης ίσως και μια ωραία πρωία, χαράματα προς την ανατολή του ηλίου για την ακρίβεια θα σε διαγράψουν αν δεν προλάβεις να τους σβήσεις πρώτος εσύ, δίχως αφορμή και αιτία αλλά ακόμα και να υπάρχει είναι σίγουρα σαχλή, η ζωή είναι πολύ μικρή για να κρατάς μίσος, όλοι είμαστε μια χαρά παιδιά, απλά δέσμιοι των παθών μας, όλοι φυλακισμένοι με αλυσίδα στην μέση, το άκρο της είναι αγκυροβολημένο σε πυλώνα, το μήκος της αλυσίδας διαφέρει από άνθρωπο σε άνθρωπο, μέχρι εκεί φτάνεις κύριος και μέχρι εκεί είναι το εύρος σκέψης του καθενός, ως εκεί αντιλαμβάνεται και δεν βλέπει παραπέρα, τι να κάνουμε τώρα; Δεν χάθηκε ο κόσμος, καλή καρδιά πάνω από όλα.
Και στέκεται ακόμα εκεί, σαστισμένο το βλέμμα του στο πανί που συνεχίζει αδιαμαρτύρητα να ζωγραφίζεται με ότι του πετάνε απάνω, ρίχνει που και που διερευνητικές ματιές στον περίγυρο του μπας και αποκωδικοποιήσει συμπεριφορές και ξεροκαταλάβει τίποτα, τι κάνει τόσος κόσμος μέσα στην κάπνα και στην βαβούρα, τι σιγοκαίει στην ψυχή του οποιουδήποτε, λες να σκέφτεται κάποιος/α όπως και αυτός; Άραγε ποίος από αυτούς διασκεδάζει με την πλήρη σημασιολογία της λέξης, ποίος χάνει τα λογικά του, ποίος πληρώνεται με 600€, ποίος χρωστάει στεγαστικό, υπάρχει κανείς που θέλει να ξεχάσει την οικογένεια του ή που βαράει τα παιδιά του; αυτή η ομορφούλα θα κάνει σεξ μετά; ο καραφλός εκεί πέρα που σιγοτραγουδάει από τι κουμάσι γυναίκα υποφέρει; ο χάνος αυτός που χορεύει άτσαλα και ανεπίδεκτα τι παιδικό τραύμα έχει; Εν ολίγοις: γιατί πίνουνε; Από τι τρέχουν να ξεφύγουν;
Το μυαλό μου ταξιδεύει σε αυτήν και εκείνην, η έγνοια είναι θηλυκού γένους, ένα αιδοίο πάντα θα την γεννάει και αυτήν, τι τα θες, όλα σκατά, ευτυχώς δεν πιστεύω στην μοίρα, άμα πίστευα ίσως να είχα ήδη αυτοκτονήσει, ποτέ δεν είναι πάντως αργά για να αλλάξεις γνώμη, άλλωστε η ζωή έχει γίνει σαν φαγητό φοιτητικής εστίας, τρως ότι σου σερβίρουν, το τιγκάρεις αλάτι να πάρει γεύση, εις μάτην, η ματαιοδοξία θα σε φάει. Πληρώνω ένα ποτό που δεν μ’ αρέσει, σε ένα μαγαζί που δεν μ’ αρέσει για να ακούω μουσική που δεν μ’ αρέσει. Σάμπως και ξέρω πια και τι μ’ αρέσει, όλα γκρίζα και στυφά, βουβές νότες σε μια ξεκούρδιστη συγχορδία, οι συνθέτες της είμαστε εγώ, εσύ, όλοι μας.
Πληρώνω το ποτό, μαζεύεις τα ρέστα και τα τσιγάρα σου, παίρνει τον δρόμο του γυρισμού στο σπίτι, κλείνω τα μάτια μα ο ύπνος δεν είναι γαλήνιος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου