Παρασκευή, Σεπτεμβρίου 26, 2008

Nobody expects nobody

Μετά από το χαρούμενο διάλειμμα και την ανάλαφρη διάθεση που χαρακτήριζε τα προγενέστερα posts, περνάμε σε φιλοσοφικές αναλύσεις που τόσο αρέσκεται να διατυπώνει στο εν λόγω ιστολόγιο (κατά το πελατολόγιο) ο γράφων. Αναλίσκει που αναλίσκει το μικρό του μυαλουδάκι σε αυτές, ας τις ρημαδογράψει και κάπου για να μην χωθούν σε κάνα μετωπικό λοβό και άντε να τις ξεθάψεις μετά (πρώτος διάδρομος όπως μπαίνεις στην κρανιακή κοιλότητα αριστερά, βρες την αρχειοθήκη με αριθμό 5, αυτή που είναι από ξύλο καρυδιάς μωρέ, ε μέτρα από πάνω το τρίτο ράφι, από πάνω είπαμε ζώο, τσάκω τον φάκελο παιδικές ανασφάλειες, καρτέλα «σύνδρομο έπαρσης», α μπράβο, αυτός είσαι, κωλοχανείο το χούμε κάνει εδώ μέσα, όπου βρείτε τα πετάτε μου φαίνεται, τι δουλειά έχουν εδώ τόσο εξαίρετες σκέψεις;)

σ.σ: μια διαπίστωση που μου προέκυψε κατά την συγγραφή της προηγούμενης ακατάληπτης ασυναρτησίας (η οποία διαπίστωση όμως δεν υπολείπεται σπουδαιότητας συγκρινόμενη με αυτές που θα ακολουθήσουν στην πορεία του κειμένου) – Η λοβιτούρα βγαίνει από τον λοβό; Ερμηνευτικά εννοώ. Βγάζει νόημα γιατί όλοι στην κομπίνα έχουν το μυαλό τους. Από την άλλη λοβός είναι και η σποροθήκη στην Βοτανολογία, επομένως η απάτη βγαίνει από τον σπόρο μέσα; Δεν στέκει.

Αγνοήστε την προηγούμενη παράγραφο

…ή μάλλον όχι.


Λοιπόν… υπάρχουν δύο είδη ανθρώπων: αυτοί που νοιάζονται και αυτοί που δεν νοιάζονται.
Όχι, δεν ακούγεται σωστό αυτό. Πάμε πάλι.
- Υπάρχουν δύο είδη ανθρώπων: αυτοί που νοιάζονται όχι γενικά αλλά για συγκεκριμένα πράγματα στον μικρόκοσμο τους και αυτοί που δεν δίνουν δεκάρα για τίποτα.
Πολύ απόλυτο και πάλι όμως ρε γαμώτο. Για να δούμε τώρα.
- Δύο είδη ανθρώπων: αυτοί για τους οποίους νοιάζεσαι και αυτοί που σε αφήνουν παντελώς αδιάφορο.
Φοβερό. Κάτι μας είπες τώρα…
- Είτε σε νοιάζει είτε όχι, πάντα θα υπάρχουν δύο είδη ανθρώπων. Το ένα θα ζει εις βάρος του άλλου. Ενίοτε όμως νοιώθουν δυσφορία και τα δύο και αυτό ονομάζεται ισορροπία. Δεν ονομάζεται;

Και κλείνουμε με το εξής:
«Όποιος από της ψυχής τα τρίσβαθα θέλει να είναι δίκαιος, ακόμα και το ψέμα το μεταπλάθει σε ανθρωπιά.»

Ωραίο το προηγούμενο ε; Δεν είναι δικό μου ρε γαμώτι…

Α θυμήθηκα και το άλλο: Υπάρχουν 10 είδη ανθρώπων, αυτοί που ξέρουν το δυαδικό σύστημα και αυτοί που δεν το ξέρουν.

Τετάρτη, Σεπτεμβρίου 24, 2008

Εντάξει τώρα;

Όταν σε πιάσει πυρετός κατακαλόκαιρο, γνωρίζεις φυσικά ότι όλοι βγάζουν την μπέμπελη ενώ εσύ ακόμα και κάτω από κουβέρτα νοιώθεις πολικό ψύχος. Κρυώνεις παρόλο που ξέρεις τον παραλογισμό του πράγματος. Σαν ασθενής, όσο και να αντιλαμβάνεσαι ότι κάνει ζέστη θα συνεχίζεις να τουρτουρίζεις στα σκεπάσματα. Χρειάζεσαι λίγη ανάρρωση για να ορθοποδήσεις και να βρεις την θερμοκρασία σου.
Με καταλάβατε τώρα αδέρφια μου;

(Με αφορμή μια χθεσινή κουβέντα.-)

Τρίτη, Σεπτεμβρίου 23, 2008

Δευτέρα, Σεπτεμβρίου 22, 2008

Νύχτες

Χαζεύω με μια μπύρα στο χέρι, που είμαι; Μουσική πολλών ντεσιμπέλ τρυπάει τα αυτιά μου, τριβελίζει τον νωτιαίο μυελό μου, μηχανικά τα άκρα πιάνουν τον ρυθμό, συμβιβάζονται και αυτά στο παραμύθι αυτό που χυδαία ονόμασαν κάποιοι διασκέδαση, κοιτάω στο πανί, χρώματα έντονα σε υψηλή αντίθεση αποτυπώνονται πάνω του από τον προβολέα, video clip μιας gay μπάντας ντυμένης σαμουράι, γραντζουνάνε κιθάρες και σπαθιά κατάνα εναλλάξ, προσποιούνται ότι δίνουν μάχη θανάτου, το μόνο που βλέπω να πεθαίνει είναι παντός είδους αισθητική, για την μουσική φυσικά ούτε καν λόγος, μαύρο ανιαρό χάλι. Μέχρι και την τέχνη κατεδαφίζουν μέρα με την μέρα, σημεία των καιρών, όλα σαπίζουν και όλα ξαναγεννιούνται πιο σάπια, έφτασαν οι έσχατοι χρόνοι και η βασιλεία των Θεών, α ναι ξέχασα, δεν πιστεύω, δηλαδή πιστεύω αλλά μόνο όταν με συμφέρει, έτσι πράττουμε όλοι άλλωστε. Ακόμα κρατάω την μπύρα μου, δεν με θυμάμαι χωρίς αυτήν, η τέλεια προέκταση του χεριού μου, ίσως να γεννήθηκα μάλιστα και με αυτήν, το ιδανικό αναισθητικό του νου, πίνω για να ξεχάσω, το ίδιο κάνουν όλοι μα δυστυχώς με εμένα δεν λειτουργεί έτσι, όλα χαραγμένα με ανεξίτηλο κόκκινο στυλό, πιο πολύ σε μουτζούρες και ασυναρτησίες μου κάνουν, τίποτα δεν βγάζει νόημα πια.

Και έτσι προσπαθείς να αλαφρύνεις την σύγχυση σου στην παρέα σου, αύριο δεν γνωρίζεις αν θα τους έχεις, αν θα σε ανέχονται ή αν θα σε μισούνε, λες δυο-τρείς λέξεις έτσι για να τις πεις, να σπάσεις την μαύρη παγωμάρα που ψύχει την καρδιά σου, δεν βγάζεις άκρη, κανείς δεν σε καταλαβαίνει αλλά σάμπως καταλαβαίνεις και εσύ κανέναν; Παρέα είναι το μεσοδιάστημα που ακολουθεί μέχρι να γνωρίσεις καινούργιους ανθρώπους, θα μπουν και αυτοί μες την ζωή και στο σπίτι σου, θα δώσουν ένα παροδικό νόημα και σκοπό, μια όαση χαράς και ευχαρίστησης ίσως και μια ωραία πρωία, χαράματα προς την ανατολή του ηλίου για την ακρίβεια θα σε διαγράψουν αν δεν προλάβεις να τους σβήσεις πρώτος εσύ, δίχως αφορμή και αιτία αλλά ακόμα και να υπάρχει είναι σίγουρα σαχλή, η ζωή είναι πολύ μικρή για να κρατάς μίσος, όλοι είμαστε μια χαρά παιδιά, απλά δέσμιοι των παθών μας, όλοι φυλακισμένοι με αλυσίδα στην μέση, το άκρο της είναι αγκυροβολημένο σε πυλώνα, το μήκος της αλυσίδας διαφέρει από άνθρωπο σε άνθρωπο, μέχρι εκεί φτάνεις κύριος και μέχρι εκεί είναι το εύρος σκέψης του καθενός, ως εκεί αντιλαμβάνεται και δεν βλέπει παραπέρα, τι να κάνουμε τώρα; Δεν χάθηκε ο κόσμος, καλή καρδιά πάνω από όλα.


Και στέκεται ακόμα εκεί, σαστισμένο το βλέμμα του στο πανί που συνεχίζει αδιαμαρτύρητα να ζωγραφίζεται με ότι του πετάνε απάνω, ρίχνει που και που διερευνητικές ματιές στον περίγυρο του μπας και αποκωδικοποιήσει συμπεριφορές και ξεροκαταλάβει τίποτα, τι κάνει τόσος κόσμος μέσα στην κάπνα και στην βαβούρα, τι σιγοκαίει στην ψυχή του οποιουδήποτε, λες να σκέφτεται κάποιος/α όπως και αυτός; Άραγε ποίος από αυτούς διασκεδάζει με την πλήρη σημασιολογία της λέξης, ποίος χάνει τα λογικά του, ποίος πληρώνεται με 600€, ποίος χρωστάει στεγαστικό, υπάρχει κανείς που θέλει να ξεχάσει την οικογένεια του ή που βαράει τα παιδιά του; αυτή η ομορφούλα θα κάνει σεξ μετά; ο καραφλός εκεί πέρα που σιγοτραγουδάει από τι κουμάσι γυναίκα υποφέρει; ο χάνος αυτός που χορεύει άτσαλα και ανεπίδεκτα τι παιδικό τραύμα έχει; Εν ολίγοις: γιατί πίνουνε; Από τι τρέχουν να ξεφύγουν;


Το μυαλό μου ταξιδεύει σε αυτήν και εκείνην, η έγνοια είναι θηλυκού γένους, ένα αιδοίο πάντα θα την γεννάει και αυτήν, τι τα θες, όλα σκατά, ευτυχώς δεν πιστεύω στην μοίρα, άμα πίστευα ίσως να είχα ήδη αυτοκτονήσει, ποτέ δεν είναι πάντως αργά για να αλλάξεις γνώμη, άλλωστε η ζωή έχει γίνει σαν φαγητό φοιτητικής εστίας, τρως ότι σου σερβίρουν, το τιγκάρεις αλάτι να πάρει γεύση, εις μάτην, η ματαιοδοξία θα σε φάει. Πληρώνω ένα ποτό που δεν μ’ αρέσει, σε ένα μαγαζί που δεν μ’ αρέσει για να ακούω μουσική που δεν μ’ αρέσει. Σάμπως και ξέρω πια και τι μ’ αρέσει, όλα γκρίζα και στυφά, βουβές νότες σε μια ξεκούρδιστη συγχορδία, οι συνθέτες της είμαστε εγώ, εσύ, όλοι μας.

Πληρώνω το ποτό, μαζεύεις τα ρέστα και τα τσιγάρα σου, παίρνει τον δρόμο του γυρισμού στο σπίτι, κλείνω τα μάτια μα ο ύπνος δεν είναι γαλήνιος.